- άφλεχτος
- -η, -οαυτός που δεν καίγεται, ανθεκτικός στη φωτιά: Οι πυροσβέστες φορούν ρούχα άφλεχτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.